Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αυτός μ' έκανε

  • 1 καλά

    1. επί р р.
    1) хорошо, как следует;

    καλά τα ξέρεις το μάθημα — ты хорошо знаешь урок;

    καλά τον κρατώ — я его хорошо держу;

    καλά τώχω δεμένο — я его хорошо, крепко привязал;

    βράσε το κρέας καλά — свари мясо хорошенько;

    2) хорошо, до конца;

    γέμισε το ποτήρι καλά — он наполнил стакан до краёв;

    3) хорошо, ладно, так и быть;

    καλά θύρθω — ладно, приду;

    4):

    στα ( — или γιά) καλά — здорово, сильно, основательно;

    τον χτύπησε στα καλά — он его здорово избил;

    είναι γιά καλά άρρωστος — он опасно болен;

    § είμαι καλά — чувствовать себя хорошо;

    δεν είμαι καλά — чувствовать себя плохо;

    γίνομαι καλά — выздоровливать;

    τον κάνω καλά — а) вылечивать, помогать (о враче, лекарстве);

    αυτός μ' έκανε καλά — он меня вылечил; — б) держать кого-л. в руках;

    καλά τον έχω — или καλά τον κρατώ — он у меня в руках;

    βαστιέμαι καλά — быть зажиточным;

    πάω καλά — а) идти хорошо (о делах); — преуспевать (о человеке);

    τα πράγματα δεν πάνε καλά — дела идут плохо; — б) выздоравливать;

    πάει καλά ο *ρρωστος — больному лучше;

    πάει καλά — ладно, идёт, я согласен;

    τον πήρε γιά καλά — он хорошо, крепко спал;

    δεν είναι στα καλά του — он не в своём уме, он спятил;

    καλά тоб (или τον) κάνω — правильно поступать (по отношению к кому-л.);

    καλά τόνέκαμες — ты правильно с ним поступил;

    τάχω καλά — или τα πάω καλά με κάποιον — быть в хороших отношениях с кем-л.;

    κάνω καλά εγώ — брать на себя ответственность, улаживать что-л, самому;

    σώνει και καλά — во что бы то ни стало;

    στα καλά καθούμενα — за здорово живёшь, ни с того ни с сего, без всякого повода, вдруг;

    καλά πού... — или καλάκαί... — хорошо, что..., очень кстати..., к счастью...;

    καλά κι' ήρθες — ты пришёл очень кстати;

    καλά πού το έκρυψες — хорошо, что ты скрыл это;

    βαστά καλά! — держись!;

    καλά - καλά а) (в отрицат. предлож.) даже; — едва;

    ακόμα καλά καλά δεν γνωριστήκαμε — мы ещё даже не познакомились;

    δεν ξέρουμε-----πώς τον λένε мы даже не знаем, как его зовут;

    δεν ξημέρωσε καλά καλά... — ещё даже не рассвело...; — едва только рассвело...; — б) очень хорошо, как следует;

    έφαγα καλά καλά — наелся досыта;

    2. μόριο хорошо (же);

    καλά, θα μού το θυμηθείς! — хорошо же, я тебе это припомню!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καλά

  • 2 αίσχος

    τό
    1) позор, стыд, срам; безобразие, возмутительное дело;

    αίσχος! безобразие!; — позор!; — стыдно!;

    2) уродливость, некрасивость; неприглядность;

    η εμφάνιση της ήταν αίσχος — она была ужасно одета;

    3) πλ. бесчестный поступок; позорный акт;
    αυτός εκανέ πολλά αίσχη он совершил много бесчестных поступков

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αίσχος

  • 3 σάμπως

    1) как будто, будто бы;

    μρύ μιλούσε έτσι σάμπως να γνωριζόμαστε από χρόνια — он разговаривал со мной так, как будто мы с ним давно знакомы;

    2) видимо, очевидно, по всей вероятности; кажется;

    σάμπως έχει δίκιο — видимо, он прав;

    3) разве, неужели, будто;

    καί σάμπως δεν έκανε κάθε θυσία αυτός; — разве он не жертвовал всем?;

    § σάμπως ξέρει τί θέλει; — он и сам не знает, чего хочет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σάμπως

См. также в других словарях:

  • αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… …   Dictionary of Greek

  • απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… …   Dictionary of Greek

  • αναδίφης — και αναδιφητής, ο 1. αυτός που ασχολείται, που καταγίνεται με την αναδίφηση* 2. αυτός που έκανε αναδίφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιφώ. Η λ. αναδίφης μαρτυρείται από το 1885 στον γιατρό Σπυρίδωνα Μαυρογένη, ενώ ο παράλληλος τ. αναδιφητής από το 1878… …   Dictionary of Greek

  • κατασφαλμένος — κατασφαλμένος, η, ο (Μ) αυτός που έκανε μεγάλο λάθος, αυτός που έχει πέσει σε σφάλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σφαλμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. σφάλλω] …   Dictionary of Greek

  • σπονδοφόρος — ο, ΝΜΑ, και σπονδιοφόρος και ουδ. το σπονδοφόρον και ως επίθ. σπονδηφόρος ΜΑ 1. αυτός που προσέφερε σπονδές, θυσίες, ιδίως εκείνος που έσταζε από το ποτήρι σταγόνες κρασιού 2. αυτός που έκανε προτάσεις για ανακωχή ή για ειρήνη 3. θρησκευτικός… …   Dictionary of Greek

  • αρχέκακος — ἀρχέκακος, ον (AM) αυτός που έκανε την αρχή στο κακό, ο πρωταίτιος του κακού …   Dictionary of Greek

  • κακόνυμφος — κακόνυμφος, ον (Α) 1. αυτός που έκανε κακό, άτυχο γάμο, κακόγαμος («κακονυμφοτάτα ὄνασις» επιβλαβέστατος, εντελώς ανωφελής γάμος, Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κακόνυμφος κακός ή άτυχος γαμπρός, σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + νυμφος (< νύμφη) …   Dictionary of Greek

  • κολλεκτάριος — κολλεκτάριος, ὁ (Α) αυτός που έκανε ανταλλαγές νομισμάτων, ο αργυραμοιβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. collectarius] …   Dictionary of Greek

  • κρυψίγαμος — η, ο αυτός που έκανε κρυφό γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + γάμος (< γαμῶ), πρβλ. ά γαμος, εξώγαμος] …   Dictionary of Greek

  • λαογράφος — ο (Α λαογράφος) νεοελλ. ο επιστήμονας που ασχολείται με τη λαογραφία αρχ. 1. αυτός που έκανε απογραφή στον πληθυσμό 2. αξιωματούχος που προσδιόριζε τον κεφαλικό φόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. λαο * + γράφος (< γράφω). Η λ. με τη νεοελληνική της σημ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • ολβιόγαμος — ὀλβιόγαμος, ον (Μ) αυτός που έκανε ευτυχισμένο γάμο, ο ευτυχής στον γάμο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + γάμος (πρβλ. κακό γαμος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»